μειωτέος — Όρος των μαθηματικών, που υποδηλώνει τον αριθμό που πρέπει να ελαττωθεί. * * * α, ο (Α μειωτέος, α, ον) αυτός που πρέπει να μειωθεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μειωτέος (αριθμητ.) ο πρώτος από τους όρους τής αφαίρεσης, από τον οποίο πρέπει να… … Dictionary of Greek
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
αφαιρετέος — α, ο (Α ἀφαιρετέος, α, ον) [αφαιρώ] αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο αφαιρετέος ο β όρος της αφαίρεσης, που δείχνει κατά πόσες μονάδες πρέπει να μειωθεί ο α όρος, ο μειωτέος … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
αφαιρετέος — α, ο αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί· το αρσ. ως ουσ., ο αφαιρετέος ο β όρος της αφαίρεσης, αυτός που δείχνει πόσες μονάδες θα μειωθεί ο α (μειωτέος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)